φιδωτός

φιδωτός
-ή, -ό
1. αυτός που μοιάζει με φίδι.
2. (για δρόμους, ποτάμια κτλ.), ο ελικοειδής, ο κυματοειδής, που σχηματίζει κορδέλες, που πάει ζικ ζακ: Απ' το φιδωτό δρόμο ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιδωτός — και φειδωτός, ή, ό, Ν οφιοειδής, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. ωτος (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • φειδωτός — ή, ό, Ν (στην ποίηση) βλ. φιδωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”