- φιδωτός
- -ή, -ό1. αυτός που μοιάζει με φίδι.2. (για δρόμους, ποτάμια κτλ.), ο ελικοειδής, ο κυματοειδής, που σχηματίζει κορδέλες, που πάει ζικ ζακ: Απ' το φιδωτό δρόμο ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.